τζιριτζάντζουλα

τζιριτζάντζουλα
η жеманство

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Смотреть что такое "τζιριτζάντζουλα" в других словарях:

  • τζιριτζάντζουλα — και τσιριτσάντζουλα, η, Ν 1. περιστροφή, ελιγμός 2. στον πληθ. οι τζιριντζάντζουλες καμώματα, νάζια, κόλπα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. gironzolare «γυρίζω, περιστρέφομαι»] …   Dictionary of Greek

  • τζιριτζάντζουλα — η (λ. ιταλ.) 1. περιστροφή, ελιγμός. 2. πληθ. τζιριτζάντζουλες, οι, καμώματα, κόλπα, νάζια …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • τσιριτζάντζουλα — η, Ν βλ. τζιριτζάντζουλα …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»